Δευτέρα 23 Ιουλίου 2012

Μια όμορφη συντροφιά γι᾽αυτό το καλοκαίρι...


ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΑΟΡΑΤΗΣ ΠΟΛΗΣ του Γιώργου Πύργαρη


Το δέντρο της αόρατης πόλης είναι η ιστορία ενός νέου συγγραφέα παραμυθιών (ονομάζεται «παραμυθάς», καθώς τόσο η ζωή όσο και η έμπνευσή του εδράζονται στις ρίζες του παραμυθόδεντρου ή «του δέντρου της αόρατης πόλης») ο οποίος αφηγείται τις πρώτες εκδηλώσεις της κλίσης του, τις ανησυχίες του γύρω από τη συγγραφή, τη γνωριμία του με ένα ορφανό επτάχρονο κορίτσι, την Αργυρούλα,
στο νοσοκομείο όπου εκείνη νοσηλεύεται προσωρινά και με τη φοιτήτρια κοινωνιολογίας, την Ελένη που τη συνοδεύει για να στηρίξει οικονομικά τις σπουδές της. 
Σταδιακά, ο παραμυθάς δένεται με την μικρή. Εξακολουθεί να τη βλέπει και όταν εκείνη επιστρέφει στο ίδρυμα, στο οποίο μάλιστα, για να βρίσκεται κοντά της, πιάνει δουλειά, αρχικά ως καθαριστής κι έπειτα ως δάσκαλος θεάτρου. Με πρόσχημα τη δουλειά του εκεί μέσα, ο παραμυθάς, παρουσιάζει την παγερή καθημερινότητα των παιδιών του ιδρύματος, τη φιλοχρηματία της διευθύντριας και την αδιαφορία της για την ψυχική τους υγεία, τις γραφειοκρατικές δυσκολίες που εκείνη προβάλλει για τις υιοθεσίες (και τη σκοπιμότητά τους), ένα σκάνδαλο κακοποίησης (δοσμένο υπαινικτικά) και φτάνει τελικά στη συνειδητοποίηση της σαθρότητας του συστήματος και της ηγεσίας της πολιτείας, η οποία είναι κάτι πολύ διαφορετικό από αυτό που είχε αρχικά πιστέψει.




Η αφήγηση, χωρισμένη σε τέσσερα μέρη (τα τρία πρώτα γραμμένα από το 1996 μέχρι το 2002-2003 και το τέταρτο το 2007), δίνεται υπό τη μορφή χειρογράφων, τα οποία ο παραμυθάς δίνει σε μία σύμβουλο εκδόσεων που συναντά σε ένα πάρκο μετά από την προτροπή ενός φίλου του, του Κρίστο –ήρωας και αυτός της ιστορίας. Στην ουσία, πρόκειται για μία μυθοπλασία με αυτοβιογραφικά στοιχεία –η Αργυρούλα και ο Κρίστο είναι πρόσωπα υπαρκτά, η Ελένη ομοίως, αν και όχι η ερωτική ιστορία που αναπτύσσεται ανάμεσα σε εκείνην και τον παραμυθά- εντός της οποίας παρεμβάλλονται δύο παραμύθια («το χαμένο παραμύθι» και «το μοναχό»). 
Τα τελευταία έχουν ως αφορμή περιστατικά από την αφήγηση: είναι εμβόλιμα παρά εγκιβωτισμένα στο κυρίως σώμα της και μάλιστα ¨το χαμένο παραμύθι» γράφτηκε πρώτα και πάνω σε αυτό χτίστηκε το υπόλοιπο μυθιστόρημα, πλαισιώνοντάς το. Στο «μοναχό», καθώς γράφεται με σκοπό να κάνει την Αργυρούλα να καταλάβει το λόγο για τον οποίο ο ίδιος πλησιάζει ένα άλλο κορίτσι του ιδρύματος, τη Λεντίνα, θύματος μέσα σε άλλα κακοποίησης, ο παραμυθάς μελετά τη δύναμη του παραμυθιού ως μέσου κατανόησης, παρηγοριάς και μεταμόρφωσης (ή αλλαγής μιας στάσης). Ενώ η αφήγηση που ακολουθεί το παραμύθι πραγματεύεται ζητήματα πρόσληψης: ο παραμυθάς σκέφτεται πως είναι η ώρα να παρουσιαστεί το παραμύθι του σε ένα ακροατήριο προκειμένου να βολιδοσκοπήσει την αξία του, ένα ακροατήριο ετερόκλιτο, ωστόσο, αποτελούμενο όχι μόνο από τα παιδιά του ιδρύματος, αλλά και από το διοικητικό προσωπικό και άλλους, εξωτερικούς καλεσμένους. Εδώ ο συγγραφέας, ανοίγει το ηλικιακό εύρος των αποδεκτών του έργου του στους οποίους και στοχεύει: είναι ο καθένας, όπως λέει ο ίδιος, από 13,14 μέχρι 114 ετών.
Στο πρώτο, το οποίο είναι και το πρώτο παραμύθι που γράφει στη ζωή του ο παραμυθάς, τίθενται ζητήματα γύρω από τη γέννηση του παραμυθιού και την έμπνευση γενικότερα.


«Το χαμένο παραμύθι» και η αποκατάσταση του συγγραφέα.


Το παραμύθι, σύμφωνα με τον παραμυθά, είναι μνήμη: προέρχεται από το συλλογικό, μάλλον, παρά το ατομικό ασυνείδητο, ενώ η καταγραφή του δίνει την αίσθηση της συγγραφής κατόπιν υπομνήσεως. 
Όταν ο παραμυθάς μεταφέρεται για πρώτη φορά στο παραμυθόδεντρο, βλέπει καθαρά το παραμύθι, γραμμένο σε ένα φύλλο του δέντρου, την αρχή, τη μέση και το τέλος του (και όχι κατακερματισμένο το οποίο πρέπει να συναρμολογήσει στη συνέχεια) και αγωνιά ώστε να το καταγράψει αυτολεξεί, πασχίζει να μην ξεχάσει τίποτα. Η συγγραφή είναι αποτέλεσμα διαμεσολάβησης μίας ανώτερης, έξωθεν δύναμης- είναι προεπισκόπηση, έμπνευση, από αυτήν εξαρτάται ο παραμυθάς μέσα στη «χλωμή εγκαρτέρησή του» (η φράση είναι του συγγραφέα) και ο δημιουργός είναι όχι τεχνίτης, αλλά σκεύος εκλογής.
Το παραμύθι, επίσης, είναι ένα μέσο αναμέτρησης με την παράδοση, ένας διάλογος με αυτήν- κάποιες φορές, μάλιστα, την ανατρέπει και αποκαθιστά μία νέα αλήθεια. Στο «χαμένο παραμύθι» ο συγγραφέας δίνει την ιστορία του τζίτζικα και του μέρμηγκα, την οποία και βλέπει από άλλη οπτική, δικαιώνοντας και αποκαθιστώντας τον πρώτο, που μέχρι τώρα ήταν ο αργόσχολος τραγουδιστής, ανέμελος το καλοκαίρι και πικρά μετανιωμένος το χειμώνα για τη μη προνοητικότητά του να εξασφαλίσει τα προς το ζην. Τώρα ο τζίτζικας παρουσιάζεται ως απαραίτητο στοιχείο του κόσμου, έστω κι αν είναι ένας κόσμος μυρμηγκιών. Είναι αυτός που με το τραγούδι του δίνει τη δύναμη στους εργάτες μέρμηγκες να συνεχίσουν την καθημερινότητά τους, αυτή του μόχθου και του βιοπορισμού. 
Όταν ο τζίτζικας/ παραμυθάς (συγγραφέας γενικότερα) σταματά να τραγουδά, προκειμένου να γίνει αποδεκτός από το σύνολο και να κατευνάσει την ενοχή του για την κλίση του που τον έριξε στην αεργία, τα μυρμήγκια παύουν προοδευτικά να εργάζονται: οι ρυθμοί της δουλειάς τους πέφτουν, ενώ στους κόλπους τους εκδηλώνονται και φαινόμενα στασιασμού. Οι αρχηγοί τους τότε αναγκάζονται να ζητήσουν από το τζίτζικα να συνεχίσει το τραγούδι του απερίσπαστος, όχι γιατί αντιλαμβάνονται την κοινωνική (πολύ λιγότερο δε, την αισθητική) σπουδαιότητα του έργου του, αλλά προκειμένου να επέλθει η τάξη.
Οι νύξεις στην κοινωνική προκατάληψη απέναντι στο λογοτέχνη, αλλά και την εκδοτική πραγματικότητα είναι εμφανείς. Όπως επίσης και ο αιώνιος προβληματισμός του συγγραφέα για τη χρησιμότητά του.






Η πολιτική διάσταση της γραφής 




Στο πρώτο μέρος της αφήγησης, όταν συνειδητοποιεί την κλίση του, ο παραμυθάς εμφανίζει μία συμπεριφορά αλαζονική, σημάδια κάποτε αγοραφοβίας ή και μισανθρωπίας. Αισθάνεται ανώτερος από τους άλλους, από τους οποίους αποκόπτεται και μέσα στην ιερή μόνωση του δωματίου του επιχειρεί να συλλάβει το έργο του. Καθώς όμως περνά ο καιρός και δεν γράφει τίποτα, συνειδητοποιεί πως η γραφή δεν γεννιέται μέσα σε ένα περιβάλλον αποστειρωμένο, ούτε μπορεί να περιστρέφεται γύρω από το εγώ του. Αντιλαμβάνεται πως μόνο μέσα στον κόσμο δημιουργεί κανείς και πως αφορμή και μόνιμο κίνητρο –αναγκαία συνθήκη- δεν μπορεί, παρά να είναι η ανιδιοτελής αγάπη του δημιουργού για τον άνθρωπο. 
Αιφνίδια λοιπόν, αφήνει το δωμάτιο και το μπαλκόνι του από το οποίο όλοι του φαίνονταν μικροί και κατεβαίνει ανάμεσά τους. Τους παρατηρεί: αισθάνεται αληθινή δίψα για εκείνους. Προοδευτικά συνάπτει γνήσιες σχέσεις μαζί τους, με την Αργυρούλα, την Ελένη, τον Κρίστο, ένα ζευγάρι (τον Ανέστη και την Ελπίδα) στο εστιατόριο των οποίων συχνάζει, με τις καθαρίστριες του ορφανοτροφείου και τα παιδιά, ενώ συναναστρέφεται αναγκαστικά και τη διευθύντρια του ιδρύματος, η οποία αντιπροσωπεύει τη φιλοχρηματία, την αγάπη για την εξουσία και την αδιαφορία για τον πλησίον. Προσπαθώντας να την καταλάβει, έρχεται σε επαφή με το κατεστημένο, τα τρωτά και τις διαστροφές του. 


Για τον παραμυθά, ο συγγραφέας οφείλει να δηλώνει το παρόν στον κόσμο και να μην κρύβεται πίσω από τα γραπτά του. Για εκείνον πολιτεία και παραμύθι αποτελούν τα δύο φτερά που φέρει την πλάτη του (τυπογραφικά η μόνιμη παρουσία αυτών των δύο δηλώνεται με την πλαγιογράφηση του «π» σε κάθε λέξη του κειμένου): όταν δεν συγχρονίζονται πολιτεία και παραμυθόδεντρο, βιώνει, ψυχικά αλλά και σωματικά, τα σημάδια αυτής της δυσαρμονίας: καταπιέζεται η έμφυτη τάση του να πετάει. 
Πολιτική, λοιπόν, είναι η φύση του έργου. Πολιτική με την αριστοτελική έννοια του δημόσιου. 






Η καλοσύνη του ήρωα και το happy end




Κάτι το οποίο μπορεί να προβληματίσει τον σύγχρονο αναγνώστη του μυθιστορήματος είναι η υπερβολική –ανοίκεια πια- καλοσύνη του ήρωα και το χαρούμενο τέλος της ιστορίας του. Ο παραμυθάς είναι ο καλός ήρωας του παραμυθιού του, ενσάρκωση της πλατωνικής θεώρησης του κόσμου του. Είναι αυτός που φροντίζει τον αδύναμο, ξεσκεπάζει το κακό, δωρίζει σε ιδρύματα την τεράστια περιουσία του, αρνείται μία εφήμερη ερωτική περιπέτεια όταν του δίνεται η ευκαιρία, μένοντας πιστός στον ανομολόγητο μέχρι εκείνη τη στιγμή έρωτά του, ενώ δεν παύει ποτέ να εκπλήσσεται και να πληγώνεται από την κακία, την αδικία και την ατέλεια.
Αλλά και το τέλος του μυθιστορήματος είναι χαρούμενο για όλους: ο ήρωας κερδίζει την ηρωίδα, η Αργυρούλα από φοβισμένο κορίτσι που ήταν αρχικά, μεταμορφώνεται σε ένα υγιές, ζωηρό και ομιλητικό παιδί της ηλικίας της, η κατάσταση στο ίδρυμα αλλάζει ριζικά με την απομάκρυνση των εμπλεκόμενων στο σκάνδαλο και την αντικατάσταση της διευθύντριας από έναν φωτισμένο διευθυντή, ενώ και τα ίδια τα χειρόγραφα του παραμυθά βρίσκουν το δρόμο τους με την παράδοσή τους στη σύμβουλο εκδόσεων. Κι εδώ τίθεται το ερώτημα: σε έναν κόσμο στον οποίο ο αναγνώστης έχει μάθει στην κουντερική άρση κάθε μανιχαϊστικής διάκρισης, αλλά και σε τέλη περισσότερο πεζά, σκοπίμως ανοιχτά ή διχασμένα, κατά πόσο γίνεται αποδεκτό ένα σύμπαν στο οποίο από τη μία μεριά είναι οι καλοί και από την άλλη οι κακοί -ξεκάθαρα δηλωμένοι και διακριτοί- και όταν μάλιστα στο τέλος οι πρώτοι κερδίζουν και οι δεύτεροι ξεμπροστιάζονται και αναγκάζονται να αποσυρθούν; Κι ακόμη, μπορούμε να προσάψουμε ευκολία στον συγγραφέα;
Την απάντηση όμως, τη δίνει το παραμυθόδεντρο το οποίο, έχοντας τις ρίζες του βαθιά στη γη του κόσμου και τα κλαδιά του στον ουρανό της φαντασίας και του θαυμαστού, αποτελεί το σύμβολο- σύνδεσμο που φέρνει κοντά τα δύο αντίθετα: το καθημερινό με το απίθανο, το ισοπεδωτικό με το υπερβατικό- εν πολλοίς το ιδεατό με το ρεαλιστικό, συγχέοντας εντέχνως τα όρια των κόσμων. Θα μπορούσε, ακόμα, να πει κανείς πως το παραμυθόδεντρο, κατά μία έννοια, είναι κάτι παραπάνω από σύμβολο: είναι ένα μαγικό αντικείμενο, μέσα από το οποίο τα πάντα καθίστανται δυνατά και τα πάντα διορθώνονται.
Είναι «το δέντρο της αόρατης πόλης» και «το αόρατο δέντρο της πόλης», ένα μυθιστόρημα με «μαγικορεαλιστικές συνηχήσεις» (για να δανειστώ την έκφραση της Ελισάβετ Κοτζιά), στο οποίο ο συγγραφέας δεν αρκείται, ούτε αναπαράγει γραφικές διαπιστώσεις της ηθικής έκπτωσης μιας εποχής, αλλά παίρνει θαρρετά στάση απέναντί της: ανακαλύπτει και αποκαλύπτει τα τρωτά της, αλλά πιστεύει και στα καλά της, στον άνθρωπο, τις δυνατότητές του και, μέσα από αυτόν, στις δυνατότητες της πολιτείας. 
Είναι ένα μυθιστόρημα βαθιά ανθρωπιστικό. Μυθιστόρημα κοινωνικού ελέγχου και κριτικής χωρίς να γίνεται επικαιρικό, φλύαρο ή ρητορικό, στοχαστικό χωρίς να εκπίπτει σε εύκολους διδακτισμούς, μυθιστόρημα κοινωνικού οραματισμού, με τη νοσταλγική αύρα μίας άλλης εποχής, χωρίς να γίνεται «παλιό», με αυτοαναφορικά χωρία χωρίς να γίνεται στομφώδες ή ελιτίστικο. Πυκνό κι αφαιρετικό, σαφές και υπαινικτικό, υφολογικά ομοιογενές, παρότι γράφτηκε με απόκλιση τετραετίας (τα πρώτα τρία μέρη του από το τέταρτο), με δόσεις αυθόρμητου χιούμορ κι αυτοσαρκασμό, χωρίς να εκβιάζει την έκπληξη, το γέλιο, τον αποτροπιασμό, εξομολογητικό χωρίς να γίνεται φτηνό κι εμπορικό (απόδειξη πως η ερωτική ιστορία εισάγεται αργά στην αφήγηση), το πρώτο μυθιστόρημα του Γιώργου Πύργαρη αποτελεί ασφαλές δείγμα μίας δυνατής συνέχειας.


Θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Γιώργο Πύργαρη από καρδιάς για την τιμή που μου έκανε να μου εμπιστευτεί αυτή την παρουσίαση, αλλά και την ανάγνωση των ποιημάτων του: γιατί ο ίδιος, εκτός από δυνατός κι ευφάνταστος «παραμυθάς», είναι και εξαίρετος ποιητής. Προπάντων όμως είναι όσο ασφαλής χρειάζεται και βέβαιος για την πένα του, ώστε να στηρίζει εμπράκτως νέους δημιουργούς. 
Αλλά αυτό είναι μία άλλη –σπουδαία- ιστορία. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: